τρίτος

τρίτος
-η, -ο / τρίτος, -η, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α
1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις
2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν)
(μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν])
κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη σειρά
νεοελλ.-μσν.
(το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρίτη
η τρίτη ημέρα τής εβδομάδας, μετά την Κυριακή και τη Δευτέρα
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τρίτος
α) πρόσωπο άσχετο σε μια υπόθεση
β) μεσολαβητής, διαιτητής
γ) εραστής τής συζύγου ή ερωμένη τού συζύγου
2. το θηλ. ως ουσ. η τρίτη
α) μουσ. το διάστημα ανάμεσα σε τρεις βαθμίδες, σε διαδοχικούς φθόγγους τής κλίμακας
β) μία από τις οκτώ θέσεις απόκρουσης στην οπλασκία
γ) τρία χαρτιά τού ίδιου χρώματος σε κατιούσα διαδοχή (τρίτη τού άσσου)
3. φρ. «τρίτος κόσμος» — οι χώρες τής Ασίας, τής Αφρικής και τής Λατινικής Αμερικής οι οποίες ήταν πρώην αποικίες και διανύουν τώρα το στάδιο τής βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης
μσν.-αρχ.
φρ. «τρίτη ημέρα
α) η μεθαυριανή ημέρα, μεθαύριο
β) η προχθεσινή μέρα, προχθές
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ή πηγαίνει κάπου μαζί με άλλους δύο («τοῖσι δ' ἐπὶ τρίτος ἦλθε Φιλοίτιος», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που επαναλαμβάνεται τρεις φορές («καὶ πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» — τού δίνω τρίτο, τελειωτικό χτύπημα, Αισχύλ.)
3. η τελευταία, τρίτη σπονδή προς τιμήν τού Διός Σωτήρος («Διὸς Σωτηρίου σπονδὴ τρίτου κρατῆρος», Σοφ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίτη
η τρίτη χορδή τού επτάχορδου οργάνου
5. φρ. «διὰ τρίτης» — κατά τη διάρκεια τής τρίτης ημέρας
6. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) επίσης («τρίτον δ' ἀδελφῴ δύο... μόρον κοινὸν κατειργάσαντο», Σοφ.)
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρίτα
α) ιεροτελεστία τής τρίτης ημέρας μετά την κηδεία
β) η κατάταξη στην τρίτη θέση, η τρίτη νίκη σε αγώνα
8. φρ. α) «τρίτον ἡμίδραχμον» — δυόμισυ δραχμές
β) «τρίτα λέγω» — είμαι τριταγωνιστής* σε παράσταση.
επίρρ...
τρίτως Α
κατά τρίτο λόγο, τρίτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το τακτικό αριθμ. τρίτος έχει σχηματιστεί από την εξασθενωμένη βαθμίδα τρι- τού αριθμητικού τρεις, τρία* (πρβλ. σύνθ. με α' συνθετικό τρι-) με κατάλ. -τος* (πρβλ. ἕκ-τος, πέμπ-τος). Ο τ. τέρτος, εξάλλου, εμφανίζει φωνηεντισμό -ε- και αντιστροφή μεταξύ τού φωνήεντος και τού υγρού -ρ- (πρβλ. κρίκος: κίρκος). Τέλος, το αριθμ. τρίτος αντιστοιχεί με τ. ἄλλων ΙΕ γλωσσών, πρβλ. λατ. tertius, το χαρ. Α' trit, τοχαρ. Β' trite, βεδικό Tritah].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρίτος — third masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που είναι μετά το δεύτερο και μπροστά από τον τέταρτο, ο τελευταίος από τρεις. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίτος, ο πρόσωπο ξένο και άσχετο με αυτούς που ενδιαφέρονται για κοινή τους υπόθεση: Θα λύσει τη διαφορά μας τρίτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κάτω Τρίτος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 712 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, 16 χλμ. Δ της πόλης της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • τρίτα — τρίτος third neut nom/voc/acc pl τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc/acc dual τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc sg (doric aeolic) τρίτᾱ , τριτάω when three days old pres imperat act 2nd sg τρίτᾱ , τριτάω when three days old imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίται — τρίτος third fem nom/voc pl τρίτᾱͅ , τρίτος third fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτον — τρίτος third masc acc sg τρίτος third neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτω — τρίτος third masc/neut nom/voc/acc dual τρίτος third masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτων — τρίτος third fem gen pl τρίτος third masc/neut gen pl τριτάω when three days old imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τριτάω when three days old imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτως — τρίτος third adverbial τρίτος third masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”